- παλλικάριον
- παλλικάριον, τὸ (Μ)βλ. παλληκάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλλικαρίων — παλλικάριον page neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλικάρια — παλλικάριον page neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… … Dictionary of Greek